- πιττακίδιον
- πιττᾰκ-ίδιον, τό, Dim. of πιττάκιον, PMag.Leid.V.3.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιττακίδιον — τὸ, Α [πιττάκιον] υποκορ. τού πιττάκιον … Dictionary of Greek
πιττακιδίῳ — πιττακίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)